Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

 

Ἀδιακρισίες στήν ποιμαντική καί τήν ἄσκηση:
Ἡ δράση στόν κόσμο καί ἡ ἐσωτερική προσευχή


[8γ ΜΕΡΟΣ]

   τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη
 Ἄς ἔλθουμε τώρα στό ἀσυμβίβαστο τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς μέ τήν δράση στόν κόσμο. Προηγουμένως ἀναφέραμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πρός τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου, στό ὁποῖο ἐπιγραμματικά ἀναφέρεται αὐτό τό ἀσυμβίβαστο.
Ὁ π.Ἰ.Δ. ὅμως διαφορετικά φρονεῖ ἀπό τά διαλαμβανόμενα στήν παραπάνω ἐπιστολή. Αὐτοπροβάλλεται μάλιστα, χωρίς πιθανῶς νά τό ἀντιλαμβάνεται, (ὅπως ἐπισημάναμε καί στά περί ἀδιαλείπτου προσευχῆς) μέ προσευχητική πείρα μεγαλύτερη ἀπό τήν πείρα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι συμφωνοῦν μέ τήν πείρα τοῦ π. Σωφρονίου καί τίς ἀναλύσεις τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Ὁ π.Ἰ.Δ. λοιπόν σχολιάζει:
«Συμφωνοῦν λοιπόν καί οἱ δύο αὐτοί ὅτι ὅσοι ἔχουν “δρᾶσιν ἐν τῷ κόσμῳ” δέν δύνανται νά ἔχουν “ἐσωτερικήν προσευχήν”. Ἐρωτῶ· τό ἁγιογραφικόν «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” καί τό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου “Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον” διαγράφονται;»[1].
Γιά τά περί ἀδιαλείπτου προσευχῆς εἴπαμε τά σχετικά σέ προηγούμενη ἑνότητα, στήν ὁποία φάνηκε τό πόσο μακριά ἀπό τήν ἀσκητική καί τήν ἐν Χάριτι ἐμπειρία τῆς προσευχῆς βρίσκονται τά γραφόμενα ἀπό τόν π.Ἰ.Δ.. Ὅμως ὁ «σχολιαστής» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου παρακάτω συνεχίζει:
«Ἐνῷ λοιπόν τά θεῖα κηρύγματα ἐπιβάλλεται νά προετοιμάζωνται ἐν συνεχεῖ καί κατανυκτικῇ προσευχῇ, ὁ Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος διδάσκει ὅτι ἡ “ἐσωτερική προσευχή” δέν διευκολύνει τήν συγκέντρωσιν τῆς σκέψεως διά τήν προετοιμασίαν τῶν κηρυγμάτων, διότι αὐτά εἶναι “δρᾶσις ἐν τῷ κόσμῳ”, ὡς ἀποφαίνεται ὁ Ναυπάκτου. Ἀγνοεῖ ὁ Δεσπότης αὐτός, ὡς φαίνεται, ὅτι τό θεῖον κήρυγμα εἶναι στοιχεῖον καί μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας».
   Ὁ Ναυπάκτου δέν «ἀποφαίνεται», οὔτε ἐκφράζεται γενικῶς, γιά ὅλους τούς διακόνους τοῦ κηρύγματος,  ὅτι ἡ «“ἐσωτερική προσευχή” δέν διευκολύνει τήν συγκέντρωσιν τῆς σκέψεως διά τήν προετοιμασίαν τῶν κηρυγμάτων, διότι αὐτά εἶναι “δρᾶσις ἐν τῷ κόσμῳ”». Αὐτά εἶναι διατυπώσεις ἀπό ἐντυπώσεις πού δημιούργησε στόν ἑαυτό του ὁ π.Ἰ.Δ.. Δέν εἶναι «ἀποφάνσεις» τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Τά πράγματα εἶναι πολύ ἁπλά, ἄν τά δῆ κανείς μέσα στό ὑγιές κλίμα τῆς παραδοσιακῆς ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὡς νέος Ἀρχιμανδρίτης, σέ μιά κρίσιμη καμπή τῆς πνευματικῆς του πορείας ζήτησε τήν συμβουλή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, πού ἀφοροῦσε αὐτή τήν συγκεκριμένη κρίσιμη καμπή καί τήν ἰδιαίτερη μορφή προσευχῆς πού ἐκείνη τήν ἐποχή γνώριζε. Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἦταν ἀπόλυτα ἐξειδικευμένη, χωρίς μάλιστα νά τήν παρουσιάζει στόν τότε ἀρχιμανδρίτη ὡς δεσμευτική τῶν ἀποφάσεών του· «ὁ λόγος μου εἶναι θεωρητικός, ἐκ προσωπικῆς πείρας– Ἑπομένως δέν εἶναι δεσμευτικός»[2]. Ὁπότε τά περί «ἀποφάνσεων» δέν μποροῦν νά κολλήσουν πάνω στίς διδασκαλίες τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἤ τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Κάτι ἀκόμη σημαντικό: Τήν ἄποψη γιά τό ἀσυμβίβαστο τῆς «ἐσωτερικῆς προσευχῆς» μέ τήν  δράση στόν κόσμο τήν ἀποδίδει ὡς κατηγορία ἕνας Πρεσβύτερος σέ Ἐπίσκοπο πού λειτουργεῖ καί κηρύττει «ἀδιαλείπτως»· πού γνωρίζει –καί ἔχει ἀναλύσει σέ συγγραφές του– τό πῶς συνδέεται ἡ «ἐσωτερική προσευχή» μέ τήν λογική λατρεία τῆς Θ. Λειτουργίας καί ὅτι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς λογικῆς λατρείας εἶναι τό κήρυγμα[3]. Τά ἐπισημαίνουμε αὐτά γιά νά δώσουμε λαβή στόν π.Ἰ.Δ. νά ἀνακαλύψη καί «ἄλλην ἀντίφασιν» στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Πάντως οἱ «ἀνακαλύψεις» τέτοιων «ἀντιφάσεων» ἀποδεικνύουν τό πόσο σημαντική εἶναι ἡ γνώση τῆς σημασίας τῶν λέξεων καί τοῦ νοήματος τῶν φράσεων πού χρησιμοποιοῦνται στήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων.
   Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ «ἐσωτερική προσευχή» τήν ὁποία ἔχει ὑπ’ ὄψη του ὁ π.Ἰ.Δ. εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπό αὐτήν πού ἀναφέρει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ὁ π.Ἰ.Δ. μάλιστα δείχνει ὅτι δέν μπορεῖ νά διακρίνη στάδια καί μορφές στήν προσευχή. Ἔχει μιά ἰδεολογική νεφελώδη ἀντίληψη γι’ αὐτήν τήν σημαντικότατη δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά μιά τέτοια ἀντίληψη γιά τήν προσευχή εἶχε καί ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ὁ ἀντίπαλος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἡσυχαστῶν, ὁ ὁποῖος κατηγοροῦσε αὐτούς πού ἀσκοῦσαν νοερά προσευχή, ἀλλά τελικά ὁ ἴδιος «συνοδικῶς ἐξεβλήθη» ἀπό τόν πανάγιο χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
   Γιά νά φανῆ καθαρά ἡ ἀβυσσαλέα διαφορά πού χωρίζει τήν ἀντίληψη περί «ἐσωτερικῆς  προσευχῆς» τοῦ π.Ἰ.Δ. ἀπό αὐτήν τοῦ π. Σωφρονίου, ἀλλά καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, θά παραθέσω δύο ἀποσπάσματα κειμένων· ἕνα ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, στό ὁποῖο περιλαμβάνεται τό «σχολιαζόμενο» ἀπό τόν π.Ἰ.Δ. ἀπόσπασμα καί  ἕνα ἀπό τά Γνωστικά Κεφάλαια τοῦ ἁγίου Διαδόχου Ἐπισκόπου Φωτικῆς, πού περιλαμβάνεται στήν Φιλοκαλία.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μεταξύ ἄλλων στήν ἐπιστολή του γράφει:
«Θά Σᾶς εἴπω: νά συνδυάση κανείς τοιαύτην προσευχήν μέ τήν ἐν τῷ κόσμῳ δρᾶσιν ΔΕΝ εἶναι δυνατόν. Ἴσως ἔχετε ἀκούσει περί τοῦ ἐπισκ.(όπου) Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, συγγραφέως πλήθους ἀσκητικῶν ἔργων, ὅτι τόν παρελθόντα αἰῶνα ἄφησε τήν ἐπισκ.(οπικήν) καθέδραν, κατά τήν εὐλογίαν τῆς ἁγίας Συνόδου, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, καί ἀπῆλθεν εἰς ἕνα μοναστήριον. Ὁ νοῦς, ὅπως γράφω καί εἰς τό βιβλίον περί τοῦ Γέροντος [ὁσίου Σιλουανοῦ] καί εἰς τό ἄρθρον μου “περί τῶν βάσεων τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως”, ὁ ὁποῖος εὔχεται ἐν τῇ καρδίᾳ, δέν δύναται, δέν πρέπει νά ἀφήση τήν “προσοχήν” του διά νά στραφῆ πρός ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σπουδαιότερον καί ἀναγκαιότερον τῆς προσευχῆς. Ἐγκαταλείπεται ἡ ἐπιστημονική ἐργασία, ἥτις δέν δίδει γνησίαν ΓΝΩΣΙΝ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνον γνωριμίαν τῶν λόγῳν περί τοῦ Θεοῦ. Δέν συμβιβάζεται ἡ ἐσωτερική προσευχή μέ τήν ἐν κόσμῳ δρᾶσιν, ὁσονδήποτε καί ἄν εἶναι αὐτή ὠφέλιμος. Ἕνεκα τούτου δέν ἔρχεται ἔμπνευσις διά τά κηρύγματα. Ἡ καρδία καί ὁ νοῦς ἀποφεύγουν καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ποιμαντικήν διακονίαν»[4].
Ὁ π. Σωφρόνιος μιλᾶ ἐκ πείρας καί λέει τί συμβαίνει στόν νοῦ πού εὔχεται ἐν τῇ καρδίᾳ. Δέν μπορεῖ, ἀλλά καί δέν πρέπει νά ἀφήση τήν προσοχή του γιά νά στραφῆ σέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Γιατί ἡ προσευχή στήν ὁποία ἀναφέρεται δέν εἶναι μιά ἀσκητική ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Εἶναι ἡ νοερά καρδιακή ἐσωτερική προσευχή. «Πρόκειται περί ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἐξάψεως φαν-τασίας», ὅπως γράφει σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς[5]. Δέν εἶναι προσευχή πού ἐνεργεῖ –πού ἀσκεῖ– ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά προσευχή πού δίνεται στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτός πού παίρνει αὐτό τό θεῖο δῶρο πρέπει πάση θυσίᾳ νά τό διαφυλάξη[6]. Γι’ αὐτό ὁ νοῦς δέν πρέπει νά ἀφήση τήν προσοχή του νά στραφῆ σέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὅσο καί ἄν αὐτό τό ἄλλο εἶναι ὠφέλιμο γιά ἄλλες περιστάσεις.
   Καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτή ἡ «ἐσωτερική προσευχή» δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν «συνεχῆ κατανυκτική προσευχή» τοῦ π.Ἰ.Δ., μέ τήν ὁποία ἐπιβάλλεται νά προετοιμάζονται τά θεῖα κηρύγματα.  Εἶναι προσευχή πού αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ, τόν ταπεινώνει, τόν καθοδηγεῖ στήν μετάνοια, τόν ὁδηγεῖ σέ βαθιά γνώση τῆς θνητότητας τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἀντί νά τόν ἐξωθῆ στό κήρυγμα τόν βοηθᾶ νά καταλαβαίνη ὅλο καί πιό βαθιά αὐτό πού μᾶς κηρύττει ὁ κατ’ ἐξοχήν ἱεροκήρυκας τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «τό γάρ κηρύττειν οὐκ ἀνθρώπων, ἀλλά Πνεύματος Ἁγίου»[7]. Ὁ νοῦς ταπεινώνεται καί καταλαβαίνει ὅτι τό κήρυγμα τῆς πίστεως δέν εἶναι μέσα στίς φυσικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό –γενικά πρέπει νά ποῦμε– ὅτι εἶναι πολύ σημαντικό νά τό ἔχη καταλάβει καλά κάθε Θεολόγος καί Ἱεροκήρυκας. Γιατί τότε καί ἡ ἐν γνώσει σιωπή του θά εἶναι δυνατός λόγος.
Πάντως, ἡ «ἐσωτερική προσευχή» γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος συνδέεται μέ τήν μετάνοια –τήν βίωση τῆς βαθιᾶς μετάνοιας– πού δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἀσχοληθῆ μέ τίποτε ἄλλο. Ὅταν περάση κανείς αὐτό τό στάδιο, ὥριμος, μέ πείρα πνευματική μπορεῖ νά μιλήση κατόπιν «στούς ἀδελφούς του» γιά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἐπισημαίνει σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του ὁ Γέροντας Σωφρόνιος:
«Ἐάν ὁ Θεός θά εὐδοκήση, τότε ἀργότερον, μετά ἀπό ἀρκετά χρόνια, ὅταν Σεῖς θά μάθετε πόσον ἐλεήμων εἶναι ὁ Κύριος, τότε δυνατόν νά φανῆτε ὠφέλιμος εἰς τούς ἀδελφούς»[8].
Δηλαδή, παρεκβατικά νά σημειώσουμε, ὅτι «ὠφέλιμος εἰς τούς ἀδελφούς» δέν εἶναι αὐτός πού βροντᾶ κι ἀστράφτει μέ «ἐπιθετικούς» ἤ «ἀμυνόμενους θυμούς», ἀλλά αὐτός πού ἔμαθε «πόσον ἐλεήμων εἶναι ὁ Κύριος», ὕστερα ἀπό πολυχρόνια ἡσυχαστική ζωή καί νοερά προσευχή.
   Ἄς ἔλθουμε ὅμως στήν Φιλοκαλία, γιά νά δείξουμε ὅτι ἡ ἄποψη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γιά τό ἀσυμβίβαστο τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς «μέ τήν ἐν κόσμῳ δρᾶσιν», συγκεκριμένα μέ τό κήρυγμα, λέγεται μέ περισσότερη ἔμφαση καί σέ ἕνα λίγο διαφορετικό πλαίσιο, ἀπό τόν ἅγιο Διάδοχο Ἐπίσκοπο Φωτικῆς. Τά ἑπόμενα δηλαδή δέν τά γράφει κάποιος ἀπομονωμένος ἐρημίτης, ἀλλά ἕνας Ἐπίσκοπος. Γράφει λοιπόν στό ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ Ἀσκητικοῦ του Λόγου:
«Οὔτε γάρ ἀφώτιστον ὄντα δεῖ ἐπιβάλλειν τοῖς πνευματικοῖς θεωρήμασιν· οὔτε μήν πλουσίως καταλαμπόμενον ὑπό τῆς χρηστότητος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἐπί τό λέγειν ἔρχεσθαι. Ὅπου μέν γάρ πενία, φέρει ἄγνοιαν· ὅπου δέ πλοῦτος, οὐ συγχωρεῖ τό λέγειν. Μεθύουσα γάρ τότε ἡ ψυχή τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ, σιγώσῃ φωνῇ θέλει κατατρυφᾶν τῆς δόξης τοῦ Κυρίου. Τήν οὖν μεσότητα δεῖ ἐπιτηροῦντα τῆς ἐνεργείας, εἰς λόγους ἔρχεσθαι θεηγόρους»[9].
Ὁ ἅγιος Διάδοχος στό παραπάνω χωρίο μᾶς λέει ὅτι σέ δύο περιπτώσεις δέν μπορεῖ νά διδάξη κανείς «πνευματικά μαθήματα». Πρῶτον, ὅταν εἶναι ἀφώτιστος, διότι τότε –ἔχοντας πενία πνευματική, ὁπότε καί ἄγνοια– δέν ἐπιτρέπεται νά διδάξη (ἐμφαντικά μάλιστα γράφει στό προηγούμενο κεφάλαιό του: «οὐδέν πτωχότερον διανοίας ἐκτός Θεοῦ φιλοσοφούσης τά τοῦ Θεοῦ»[10]), καί δεύτερον, ὅταν καταλάμπεται πλούσια ἀπό τήν χρηστότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι τότε δέν μπορεῖ νά μιλήση. Τότε «μεθύουσα» ἡ ψυχή ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «σιγώσῃ φωνῇ θέλει κατατρυφᾶν τῆς δόξης τοῦ Κυρίου».
Δηλαδή, κατά τόν ἅγιο Διάδοχο, ὑπάρχουν περιπτώσεις πού δέν πρέπει καί ἄλλες πού δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος  νά μιλήση γιά τόν Θεό. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Διάδοχο, πρέπει νά παρατηρῆ –στήν προκειμένη περίπτωση ὁ ἐπιφορτισμένος μέ τήν διακονία τοῦ λόγου– πότε ἡ ψυχή του φωτίζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μετρίως, ὥστε νά προχωρήση σέ «λόγους θεηγόρους».
   Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦν δέν ζοῦν τόν Θεό σάν μιά ἀπρόσωπη ἰδέα καί τήν πίστη σάν μιά ἰδεολογία. Ὁ Θεός εἶναι προσωπικός (Τριάδα προσώπων) καί ζωντανός, γι’ αὐτό, ὅταν χρειάζεται, ἐπιβάλλει σιωπή –ἤ μᾶλλον προτείνει σιωπή– σέ ὅσους ἀναπτύσσουν κοινωνία μαζί Του. Αὐτό μέ ἄλλα λόγια μᾶς λένε τά δύο ἀποσπάσματα πού παραθέσαμε, ἔστω καί ἄν διαφορετικά φρονεῖ ὁ π.Ἰ.Δ..

[1]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 75.
[2]. Βλέπε: Ὑστερόγραφο τῆς ἐπιστολῆς: Οἶδα ἀνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 328.
[3]. Βλέπε γιά παράδειγμα: Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡσυχία καί Θεολογία, σ. 483-509 καί Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν κοινωνία, σ. 68-71.
[4]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 327.
[5]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 327.
[6]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 328, βλέπε σχετικά τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
[7]. ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τόμος 16Α, σ. 342.
[8]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 328.
[9]. Φιλοκαλία Α΄, κεφ. η΄, σ. 237.


Δεν υπάρχουν σχόλια: