Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Ποιοι επίσκοποι της Σερβικής Εκκλησίας είναι κάτοχοι του παπικού δακτυλιδίου

100.000 ΕΥΡΩ ΔΙ' ΕΞΑΓΟΡΑΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ;
Αρχιμ. Συμεών (Βιλόφσκυ)


- Δύο Ιουστινίται τιμώνται με το επισκοπικό δακτυλίδιον του Πάπα -

- Υπερήφανοι διότι ούτως ανεγνωρίσθησαν από τον Πάπα ως κανονικοί επίσκοποι της «εκκλησίας» του Χριστού -

Μία περίεργη αντίληψη αιωρείται εδώ και δεκαετίες εις την Ελλάδα για τον χαρακτήρα και το ειδοποιό γνώρισμα των μαθητών του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Θεωρείται δηλαδή ότι είναι πατερικοί θεολόγοι, ότι πιστά ακολουθούν την οδό των Αγίων Πατέρων, ότι είναι βαθυνούστατοι γνώστες της πατερικής θεολογίας και ότι έχουν παραδοσιακό και πατερικό φρόνημα.
Είναι μία εικόνα που επιμελώς χτίστηκε εδώ στην Ελλάδα -και δεν θα είναι λάθος να ειπωθεί, και με σκοπιμότητα (βλ. π.χ. την δεκαετία του ΄70 έκδοση του βιβλίου «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός» του γέροντός τους Ιουστίνου Πόποβιτς· που είναι μια άλλη και ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά την αφήνουμε τώρα)- ενώ στο έδαφος της δικαιοδοσίας της Σερβικής Εκκλησίας έχουνε ήδη από την δεκαετία του '70 (ως καθηγητές πλέον της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου) αρχίσει την συμμετοχή τους στην οικουμενική κίνηση, με τους αδελφούς παπικούς από την Κροατία και Σλοβενία (πράξη που εγκαινιάστηκε με την δική τους εισέλευσι στην Θεολογική Σχολή του Βελιγραδιου).
Άλλο ζήτημα που τίθεται είναι το εξής ερώτημα· πώς έτυχαν διορισμού ως καθηγητές της Θεολογικής Σχολής, ενώ ήσαν μαθητές του γέροντος Ιουστίνου, ο οποίος ως γνωστόν βρισκόταν για δεκαετίες υπό περιορισμό στη μονή των Αρχαγγέλων του Τσέλιε, χωρίς να έχει διόλου καλές σχέσεις με τον τότε πανίσχυρο Πατριάρχη Γερμανό, γνωστό συνεργάτη και υποστηριχτή του κομμουνιστικού καθεστώτος του Τίτο, του οποίου και ήταν επιλογή για τον πατριαρχικό θρόνο· και δεν άργησε να τους ανταποδώσει την άνοδό του στον θρόνο, δημιουργώντας σύντομα το «Μακεδονικό» σχίσμα, ύστερα και το «Αμερικάνικο», κατά την απαίτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος, και άλλα πολλά (για αυτό και απέκτησε την προσωνυμία «κόκκινος» πατριάρχης).
Επιπλέον δε «έτυχαν» φιλοξενίας στο Πατριαρχικό μέγαρο του Βελιγραδίου - μένοντας ούτως για πολλά χρόνια κάτω υπό την ίδια στέγη μαζί με τον Πατριάρχη Γερμανό. Εκεί, ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι έως της εις Επίσκοπον προαγωγής τους, η οποία είχε αρχίσει σταδιακά ήδη από την εποχή του ακόμα σκληρού κομμουνισμού και επί πατριαρχείας του Πατριάρχου Γερμανού, ο οποίος ο ίδιος άρχισε να τους προάγει εις το επισκοπικό αξίωμα. Αλλά δεδομένου ότι πρότερον είχανε περάσει από Σχολές είτε παπικές στη Ρώμη είτε κατά παράδοση και ακραιφνώς νεορθόδοξες ως Ινστιτούτο του αγίου Σεργίου στο Παρίσι (όπου πέρασαν και οι τρείς, Αμφιλόχιος, Ειρηναίος Μπούλοβιτς και Αθ. Γιέφτιτς)- κάποια πράγματα από την σταδιοδρομία τους δεν πρέπει να μας εκπλήττουν. Μόνο με την πάροδο του χρόνου άρχισε να ισχναίνει το επιμελώς δημιουργημένο προσωπείο και να αναδύεται το πραγματικό τους πρόσωπο.
Εδώ θα παρουσιαστούν μερικά στοιχεία που προέρχονται από τους ιδίους τους πρωταγωνιστάς και μαρτυρούν την στενότατη και μακροχρόνια σχέση τους με το Βατικανό, σχέση αλληλοσεβασμού, έως της τρυφερής αγάπης..., και συνεργασίας.

Πρόκειται κατ' αρχάς για μία ομιλία την οποία εκφώνησε ο επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος Μπούλοβιτς σε πανηγυρική επέτειο για τα 25 χρόνια της παποσύνης του πάπα Ιωάννη Παύλου του Β'. Η ομιλία πραγματοποιήθηκε σε παπικό ναό του Βελιγραδίου και δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο[1]. Η ομιλία του διακρίνεται από μεγάλη τρυφερότητα προς το πρόσωπο του πάπα, σεβασμό που μετατρέπεται σε θαυμασμό, και καύχηση για την εμπειρία της προσωπικής γνωριμίας μαζύ του.
Εκεί, στην ροή του λόγου και επάνω στον ενθουσιασμό που τον συνέπαιρνε μιλώντας για τον ποντίφικα, απεκάλυψε την τιμή που τους έκανε ο ποντίφικας -δωρίζοντάς τους τον επισκοπικό σταυρό και το δαχτυλιδί, το ίδιο δαχτυλίδι που δίδει και στους ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους ως διακριτικό γνώρισμα του επισκοπικού αξιώματος, και την συγκίνηση από την οποία ενεφορούντο ένεκεν αυτής της πράξεως του πάπα.
Δεν τους συγκίνησε όμως η ανάμειξη του πάπα Ιωάννου Παύλου του Β΄στην κρίση της Γιουγκοσλαβίας, ούτε η αφ' ενός μεν εχθρική του στάση εναντίον τον Σέρβων, αφ' ετέρου δε προστατευτική και ευνοϊκή προς τους Μουσουλμάνους και τους Κροάτες. Δεν τους συγκίνησε η ανοιχτή τότε απαίτηση του πάπα Ιωάννου Παύλου Β' «αφοπλίστε τους Σέρβους και εξοπλίστε τους Μουσουλμάνους».
Δεν τους συγκίνησε το γεγονός ότι το Βατικανό υπό του πάπα Ιωάννου Παύλου Β' ήτο το πρώτο κράτος παγκοσμίως που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Κροατίας και την
νομιμότητα εξόδου του από την Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας. Δεν τους συγκίνησε η τραγικότητα της πραγματικότητας που χιλιάδες Σέρβοι εκείνη την εποχή -και όχι μόνο, διότι αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως και προηγείτο στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στην μεταπολεμική εποχή- αναγκάστηκαν και αλλαξοπίστησαν δεχόμενοι τον ρωμαιοκαθολικισμό, γενόμενοι ούτως φανατικότεροι και από τους ιδίους τους Κροάτες με το μίσος τους εναντίον των Σέρβων. Και ο ίδιος τότε ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γ. Ρωμαίος μαρτυρεί ότι «απροκάλυπτα το Βατικανό συνεισφέρει την πολιτικο-οικονομική του δύναμη στον κοινό σκοπό, τη συρρίκνωση και εθασθένηση της Ορθόδοξης Σερβίας, ώστε να ενισχυθεί ο δικός του ρόλος στη "Νέα Τάξη" που σχεδιάζεται στα Βαλκάνια» (Το Βήμα, 31-1-1993). Επίσης, σύμφωνα με τον π. Θεόδωρο Ζήση «με τις ευλογίες του πάπα [Ιωάννου Παύλου Β'] διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία στις ημέρες μας»[2]. Άς μη γυρίσουμε πιο πίσω στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο τότε Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας, το κράτος των Ουστάσι, στην κρατικά οργανωμένη γενοκτονία των Ορθοδόξων (σχισματικών κατ' αυτούς) Σέρβων, με ενεργό και πρωταγωνιστικό ρόλο του ρωμαιοκαθολικού κλήρου σε σφαγές του αμάχου Σερβικού πληθυσμού (είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένα αυτά τα στοιχεία). Η γενοκτονία γινόταν μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Γιασένοβατς, με τουλάχιστον 700.000 θύματα των αμάχων μόνο σ' αυτό το στρατόπεδο- πολλούς από τους οποίους αναβάπτιζαν πριν από την εκτέλεση για να σώσουν τις ψυχές τους (!), «ταις ευλογίαις» του Βατικανού,  το οποίο είχε το ρόλο του ηθικού αυτουργού όλου αυτού του οργανωμένου εγκλήματος, με αποτέλεσμα το μεθεπόμενο χρονικό διάστημα να αρχίσει ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β' την διαδικασία της «αγιοποιήσεως» του καρδιναλίου Στέπινατς, ανακηρύσσοντάς τον ήδη «μακάριο» (beatus) το 1998, ευλογώντας και επιβραβεύοντας τα προηγούμενα, δείχνοντας εμμέσως πλην σαφώς και τον δρόμο για τα μελλοντικά.
Και λογικό είναι να μην τους συγκινούν όλα αυτά την στιγμή που τους συγκίνησε πολύ το δώρο του πάπα -το δαχτυλίδι και ο επισκοπικός σταυρός- με τα οποία τους έδειξε ότι σε αυτούς τους δύο «βλέπει νομίμους επισκόπους της Εκκλησίας του Χριστού, ως βλέπει και σε δικούς του επισκόπους». Επίσης, τους συγκινεί, όπως θα δούμε από την ομιλία του, το ενδιαφέρον εκ μέρους του πάπα Ιωάννου Παύλου για αυτούς τους δύο. Σε αυτή τη φάση τι να πούμε για τα δόγματα και την διδασκαλία της Εκκλησίας, τα οποία ασφαλώς και υπερτερούν απέναντι σε όλα εκείνα που εκθέσαμε προηγουμένως, την στιγμή που η Εκκλησία μας με όλη την Παράδοση και με όλους τους Πατέρες και Αγίους της μαρτυρεί και βοά ότι ο παπισμός είναι αίρεση, δεν είναι Εκκλησία, και ο πάπας είναι αιρεσιάρχης; Και τι μπορεί να σκεφτεί κανείς, εφόσον για λογαριασμό τίνος θα λειτουργούν αυτοί οι άνθρωποι, τίνος συμφέροντα θα υπηρετούν; Εκείνου που τους συγκινεί -με τα πολύτιμα δώρα που τους κάνει, ώστε να υπερηφανεύονται για την προσωπική γνωριμία μαζί του, και που τους αναγνωρίζει και «προάγει» σε αληθινούς επισκόπους της Εκκλησίας του Χριστού, ισότιμους πλέον με τους δικούς του, παπικούς επισκόπους, ή εκείνων που τους είναι αδιάφοροι; Ο νοών νοείτω. 

συνεχίζεται 

1 σχόλιο:

Γεωργιος είπε...

Καθε αρνακι απο το ποδαρακι του κρεμεται. Αλλοιμονο στους επικεφαλης της Ορθοδοξης Εκκλησιας