Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΣΧΟΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Ἀδιακρισίες στήν ποιμαντική καί τήν ἄσκηση:
Ἡ παρθενία καί ἡ ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου

[8στΜΕΡΟΣ]

    π. Θωμᾶ Βαμβίνη
 Μιά ἄλλη πραγματικότητα πού ἐξηρέθισε τόν «θεολογικό» ζῆλο τοῦ π.Ἰ.Δ. σχετίζεται μέ τήν παρθενία. Διάβασε στό βιβλίο Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, ὅτι:
«Ὁ Μοναχισμός, κατά τόν Γέροντα, εἶναι ἡ διαφύλαξη τῆς παρθενίας μέ τήν ὁποία ἐκπληρώνεται ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου»[1].
Κατανοώντας τήν παρθενία μέσα σέ ἠθικιστικά πλαίσια αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ ἄποψη αὐτή μειώνει ὅλους τούς ἐγγάμους ἁγίους. Γι’ αὐτό ἔγραψε:
«Εἶναι πρωτοφανής ἡ πλάνη αὐτή τοῦ Σεβασμιωτάτου καί παντάπασιν ἀδικαιολόγητος. Κατά τά γραφόμενά του, ὅσοι ἔγγαμοι ἐξεδήμησαν τοῦ κόσμου τούτου δέν ἐξεπλήρωσαν τόν θεῖον προορισμόν των. Κύριε, ἐλέησον. Εἶναι αἱρετικά ὅλα αὐτά, διότι ἐάν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπιβάλλεται νά παραμείνουν ἄγαμοι διά νά ἐκπληρώσουν τόν προορισμόν των, ὡς γράφει ὁ Δεσπότης, τότε ποίαν ἔννοιαν ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: “Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς” (Γέν. θ΄1)»[2].
Ἡ ἐντύπωση τῆς «πρωτοφανοῦς πλάνης» δημιουργήθηκε στόν π.Ἰ.Δ., γιατί δέν γνωρίζει καλά τά κείμενα τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου οὔτε τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀλλά οὔτε καί τήν διδασκαλία τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων γιά τήν παρθενία.
Ἡ παρθενία, δηλαδή ἡ ἀκεραιότητα καί ἡ ἁγνότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης δέν συνδέεται στενά μόνον μέ τήν ἀγαμία οὔτε εἶναι κάτι τό ξένο πρός τόν εὐλογημένο γάμο. Ἡ παρθενία ταυτίζεται μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς φύσεώς του στό πρωτόκτιστο κάλλος. Γι’ αὐτό, ὅταν λέγεται ὅτι μέ τήν παρθενία «ἐκπληρώνεται ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», αὐτό ἐννοεῖται μέ δύο ἔννοιες: Πρῶτον, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ παρθενία ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πρό τῆς πτώσεως, ἀπό τήν ὁποία ἐκπέσαμε λόγῳ τῆς παρακοῆς, ὁπότε ἡ διαφύλαξή της ἤ ἡ ἀποκατάστασή της σηματοδοτεῖ τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν «ἐξορία» στήν «πατρική οἰκία». Καί δεύτερον, μέ τήν ἔννοια τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ὁποία ὅλες οἱ δυνάμεις του «ἁγνίζονται», «παρθενεύουν» στρεφόμενες μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἐκπληρώνοντας τήν εὐαγγελική ἐντολή: «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου»[3].
Ἄν ἡ παρθενία μέσα στήν Ἐκκλησία ἦταν σύμφωνη μέ τήν κοινή ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων  –τήν στενά σωματική καί ἠθικιστική– βάσει τῆς ὁποίας ὁ π.Ἰ.Δ. ἑρμηνεύει τά κείμενα τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τότε ὄχι μόνον οἱ ἔγγαμοι, ἀλλά καί πολλοί ἀπό τούς μοναχούς θά ἦταν ἔξω ἀπό τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ κάποιοι ἀπό αὐτούς πρίν ἐνταχθοῦν στό ἀγγελικό τάγμα, ἦταν ἔγγαμοι ἤ μέ τήν ἄστατη ζωή τους εἶχαν ἀπωλέσει τήν παρθενία. Κι’ ἀκόμη, τό πιό σημαντικό, μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ μετάνοια δέν θά εἶχε καμμιά δύναμη διορθωτική τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε δέν θά εἶχε καί κανένα λόγο ὑπάρξεως τό Μυστήριο τῆς μετανοίας, ἡ Ἐξομολόγηση. Σέ τί θά μᾶς χρειαζόταν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἐξομολόγηση, ἄν μέ αὐτήν δέν μπορούσαμε νά ἐκπληρώσουμε τόν προορισμό τῆς ὑπάρξεώς μας;
Ὅμως, εὐτυχῶς, τά πράγματα μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ὅπως τά ἔχει στό νοῦ του ὁ π.Ἰ.Δ.. Θά παραθέσουμε στήν συνέχεια ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου (πού περιέχουν χαρακτηριστικές πατερικές διδασκαλίες) καί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, γιά νά φανῆ ἡ θεολογική καί ποιμαντική ἄβυσσος πού χωρίζει τόν ἐπιθετικό στοχασμό τοῦ π.Ἰ.Δ. ἀπό τήν θεολογία καί τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχήν θά παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα πού ἀναφέρεται στήν παρθενία καί τό γάμο σέ σχέση μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Ἡ παρθενία εἶναι μιά κατάσταση πρό τῆς πτώσεως ἐνῶ ὁ γάμος, δηλαδή ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον συλλαμβάνεται, κυοφορεῖται καί γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, εἶναι μετά τήν πτώση. Εἶναι ἀποτέλεσμα πτωτικό. Παρά ταῦτα ὁ Θεός τό συνεχώρησε, τό εὐλόγησε, γι’ αὐτό καί στήν ἐκκλησία ἱερολογεῖται ὁ γάμος. Ἔξω ἀπό τήν ἱερολογία ὁ γάμος παραμένει ἕνα στοιχεῖο τῆς πτώσεως. Ἐπίσης ἡ παρθενία δέν εἶναι μιά παρά φύσιν κατάσταση, ἀλλά ὑπέρ φύσιν καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ κατά φύσιν κατάσταση. Εἶναι ἡ πρώτη δόξα πού ἀπολάμβαναν οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο»[4].
Ὅταν στήν Ἐκκλησία μιλοῦμε γιά παρθενία, δέν τήν περιορίζουμε μόνο στό σῶμα. Ὑπάρχει ἡ σωματική, ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ψυχική–πνευματική παρθενία, χωρίς τήν ὁποία ἡ σωματική δέν ἔχει καμμιά ἀξία. Γράφει σχετικά ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Μιλώντας γιά παρθενία δέν μποροῦμε νά τήν περιορίσουμε μόνον στήν σωματική ἀρετή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμενος στόν ἅγιο Δημήτριο, λέγει ὅτι ὁ ἅγιος ἔκανε τά πάντα “ὥστε παρθένος εἶναι καί τό σῶμα καί τήν ψυχήν καί δι’ αὐτοῦ (τοῦ κατ’ ἄμφω παρθενεύειν) τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ἔχειν καί τοῖς ἀσωμάτοις ἐξ ἐφαμίλλου χωρεῖν μετά σώματος...
Ἔτσι, ἡ προσπάθεια τοῦ μοναχοῦ δέν ἔγκειται ἁπλῶς στήν ἐξάσκηση τῆς σωματικῆς παρθενίας, ἀλλά καί στό νά ἀποκτήση τήν πνευματική παρθενία. Καί ἀκόμη δέν νοεῖται σωματική παρθενία χωρίς τήν πνευματική»[5].
Ἡ πνευματική παρθενία δέν εἶναι ἀναστολή κάποιων σωματικῶν δυνάμεων. Εἶναι χάρισμα. Εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρώπινη συνέργεια. Ἀντιγράφουμε ἀπό τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου:
«Ἡ πνευματική παρθενία εἶναι χάρισμα. Αὐτό λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ. Δέν εἶναι μιά σωματική στέρηση, δέν εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό μερικά ἐξωτερικά πράγματα, ἀλλά ἡ πλήρης ἀναφορά στόν Θεό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναός τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει ὅτι τό χάρισμα τῆς παρθενίας δέν κατορθώνεται “ἐν μόνῳ τῷ φείδεσθαι τῆς παιδοποιΐας... ἀλλ’ ἅπας ὁ βίος καί ἡ ζωή καί τό ἦθος παρθενεύειν ὀφείλει, διά παντός ἐπιτηδεύματος τοῦ ἀγάμου τήν ἀφθορίαν ἐπιδεικνύμενος”...  Ἑπομένως, ἡ πνευματική παρθενία δέν εἶναι μιά ἀναστολή τῶν σωματικῶν δυνάμεων, ἀλλά μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου»[6].
Ὑπάρχει ἕνα πολύ χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου στό ὁποῖο γράφει ὅτι ἐκπίπτει ἀπό τό ἱστορικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνός μέν δέν βοηθᾶ στήν διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν ἔχει μεταφέρει τήν ζωή του –μέ τήν ἕνωση τοῦ νοῦ του μέ τόν Χριστό, μέ τήν «μεταμόρφωσή» του– στό πνευματικό μεταϊστορικό πεδίο. Γράφει ὁ Γέροντας:
«Ὁ μοναχός ἀρνεῖται τό γάμο καί τήν τεκνογονία γιά νά μελετᾶ καί νά φυλάσσει τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου ὅσο τό δυνατόν πληρέστερα. Ἄν ἕνας μοναχός δέν ἐπιτύχει τόν ἀληθινό σκοπό του, δηλαδή νά ζεῖ στή γῆ ἀλλά μέ τό πνεῦμα του νά βρίσκεται ἑνωμένος μέ τό Χριστό, ἡ μοναχική ζωή του δέν εἶναι σύμφωνη μέ αὐτό πού πρέπει. Μέ ἄλλα λόγια αὐτός οὔτε βοηθᾶ στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, οὔτε προοδεύει κατά κυριολεξία στήν ἀθανασία διά μέσου τῆς ἀναστάσεως. Ἕνας τέτοιος μοναχός ξεπέφτει ἀπό τό ἱστορικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἄρνησή του ν’ ἀναλάβει θετική ἱστορική (δέν ἐννοοῦμε πολιτική) δράση, οὔτε μεταφέρει τήν ὕπαρξη στό πνευματικό μεταϊστορικό πεδίο»[7].
Ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ἄν δοῦμε τήν παρθενία στενά μόνο στό σῶμα, τότε ὑποσκάπτουμε ὅλο τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει γιά νά ἐπαναφέρη τόν ἄνθρωπο μέ τήν ὀρθή διδασκαλία, μέ τήν μετάνοια καί τά Μυστήρια στήν «ἀρχαία μακαριότητα», στό «πρωτόκτιστον κάλλος». Τήν σωματική παρθενία δέν τήν ἔχουν χάσει μόνον ὅσοι ἐπέλεξαν τόν εὐλογημένο Γάμο, ἀλλά καί πολλοί, δυστυχῶς, μέ «ἀνευλόγητες» σχέσεις, ἔξω ἀπό αὐτόν, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους μετά τήν ἁμαρτία μετανόησαν καί ἐμπνεύστηκαν ἀπό τόν μοναχικό βίο, τόν ὁποῖο στήν συνέχεια ἀσπάστηκαν.
Ἄν ἡ Ἐκκλησία, μέ τούς ἁγίους Πατέρες της, ἔβλεπε τήν παρθενία μόνο σωματικά, τότε ὅλοι αὐτοί, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν μετάνοιά τους, θά ἦταν ἔξω ἀπό τόν «προορισμό τοῦ ἀνθρώπου». Ὅμως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν βλέπουν ἔτσι τά πράγματα, γι’ αὐτό μιλοῦν γιά τήν δυνατότητα ἀποκατάστασης τῆς παρθενίας, ὅταν «φθορᾷ καί μανίᾳ τοῦ σώματος» χαθῆ. Γιά τό θέμα αὐτό ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου παραπέμπει σέ ἕνα χαρακτηριστικό χωρίο τοῦ ἁγίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου. Διδάσκει ὁ Ἅγιος:
 «Μή εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τῆς παρθενίας τήν ἁγνείαν ἀδύνατόν μοι τοῦ λοιποῦ ἐπικτήσασθαι, φθορᾷ καί μανίᾳ τοῦ σώματος ποικίλως ὑποπεσόντι. Ἔνθα γάρ πόνοι μετανοίας ἐν κακοπαθείᾳ καί θέρμῃ καταβληθῶσι ψυχῆς καί δακρύων ἐκ κατανύξεως ποταμοί ῥεύσουσιν, ἐκεῖθεν πάντα τά ὀχυρώματα κατασύρεται καί πυρκαϊά πᾶσα παθῶν κατασβέννυται καί τελεῖται ἡ ἄνωθεν ἀναγέννησις δι’ ἐπιδημίας τοῦ Παρακλήτου καί πάλιν ἁγνείας καί παρθενίας παλάτιον ἡ ψυχή γίνεται»[8].
Στό παραπάνω χωρίο ἡ ἀποκατάσταση τῆς παρθενίας γίνεται μέ τήν «ἄνωθεν ἀναγέννησιν δι’ ἐπιδημίας τοῦ Παρακλήτου». Ὅλα τά παραπάνω ἐπισημαίνονται σέ χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου μέ τίτλο: Ἡ παρθενία στήν Ὀρθόδοξη παράδοση. Σέ κάποιο σημεῖο αὐτοῦ τοῦ κειμένου μεταξύ ἄλλων παρουσιάζεται καί τό τί γράφει γιά τό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος:
«Μέ τήν ὁλοκληρωμένη μετάνοια ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται ἀπό τό παρά φύση στήν κατά φύση ζωή...
Ἔτσι ἀναγεννᾶται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Μέ τόν ὅρο ἀναγέννηση μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ἀποκατάσταση τῆς παρθενίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἰσχυρίζεται: “τινές φασίν ἀμήχανον λοιπόν μετά γεῦσιν ἁμαρτίας ἁγνόν ὀνομάζεσθαι”. Ὅμως ἀνατρέποντας καί ἀντικρούοντας αὐτούς τούς ἰσχυρισμούς, λέγει: “δυνατόν καί ῥάδιον τῷ βουλομένῳ ἀγριέλαιον μετεγκεντρίζειν εἰς καλλιέλαιον”. Στήν συνέχεια λέγει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί θά εἶχαν δίκαιο ἄν τά κλειδιά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν δόθηκαν σέ παρθένο. Ἐπειδή ὅμως δόθηκαν στόν Ἀπόστολο Πέτρο, πού εἶχε πεθερά καί ἔγινε ἁγνός, γι’ αὐτό ἀνατρέπονται αὐτοί οἱ ἰσχυρισμοί. Χαρακτηριστικά γράφει: “εἰ μέν παρθένῳ τῷ σώματι αἱ κλεῖς τῶν οὐρανῶν ἐπιστεύθησαν, δίκαια ἴσως οἱ προλεχθέντες ἐδογμάτιζον· εἰ δέ μή, αἰσχυνέτω αὐτούς ὁ πενθεράν κτησάμενος, καί ἁγνός γενόμενος, καί τάς κλεῖς τῆς βασιλείας ἐπιφερόμενος”»[9].
Εἶναι προφανές ὅτι, ἐφόσον ἡ παρθενία πού εἶχε φθαρεῖ ἀπό παράνομες καί ἀνευλόγητες σχέσεις ἀποκαθίσταται, δέν τίθεται κανένα τέτοιο θέμα γιά τίς νόμιμες σχέσεις μέσα στό εὐλογημένο Γάμο, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν π. Σωφρόνιο καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται «ὁδός σωτηρίας». Ἄλλωστε γιά τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει «οὐσιαστική διάκριση μεταξύ ἀγάμου καί ἐγγάμου». Αὐτό ὑποστηρίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου σέ κείμενό του μέ τίτλο: Ἡ σωτηρία στόν γάμο. Γράφει: 
«...μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διάκριση μεταξύ ἀγάμου καί ἐγγάμου, ἀλλά μεταξύ ἀνθρώπων πού ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀνθρώπων πού δέν Τό ἔχουν. Δέν ὑπάρχει διαλεκτική ἀντίθεση μεταξύ τῆς μοναχικῆς καί τῆς συζυγικῆς ζωῆς, ἀλλά μεταξύ ἀνθρώπων πού ζοῦν κατά Χριστόν καί ἀνθρώπων πού δέν ζοῦν κατά Χριστόν»[10].
Αὐτό εἶναι τό οὐσιῶδες· ἡ ζωή κατά Χριστόν, ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδή, ἡ διατήρηση ἤ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ψυχικῆς-πνευματικῆς παρθενίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, ἀλλά καί γιά τούς ἐγγάμους. Δίδασκε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος:
«Μεγαλύτερη ἀξία ἔχει ἡ πνευματική παρθενία. Πνευματική παρθενία εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κολλήση στόν Θεό μέ τήν προσευχή. Αὐτήν τήν πνευματική παρθενία μποροῦν νά ἀποκτήσουν ὅλοι, καί ἔγγαμοι καί ἄγαμοι. Οἱ μοναχοί πού δέν ἔχουν πνευματική παρθενία εἶναι δυστυχισμένοι, γιατί οὔτε γεννοῦν στόν φυσικό τομέα, οὔτε μεταβιβάζουν ὕπαρξη στόν Παράδεισο»[11].
Ἔτσι νοεῖται ἡ παρθενία μέσα στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἐκπληρώνει τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν ὁ π.Ἰ.Δ. ἔμπαινε στόν κόπο νά μελετήση καλύτερα τά θέματα αὐτά στό συγγραφικό ἔργο τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου, καί δέν ἄφηνε τόν ἑαυτό του νά καταληφθῆ –ὅπως ὁμολογεῖ– ἀπό «ἀνία», τότε θά γνώριζε, ἀπό τήν μελέτη πού θά ἔκανε, τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τήν παρθενία. Θά γνώριζε ἐπίσης μέσῳ αὐτῆς καλύτερα καί τόν σκοπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γάμου, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων, τήν υἱοθεσία ἀπό τόν Θεό Πατέρα τῶν τέκνων τοῦ χοϊκοῦ Ἀδάμ.
Θά γνώριζε ὅτι μέσα ἀπό τήν ἀγαμία καί μέσα ἀπό τόν γάμο, πού δέν βρίσκονται γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς σέ διαλεκτική ἀντίθεση, ἐπιδιώκουμε διά τῆς Ἐκκλησίας τήν ἀναγέννησή μας, δηλαδή τήν ἀποκατάσταση τῆς καθαρότητος, τῆς «παρθενικότητος» τῆς φύσεώς μας. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔλεγε γιά τούς ἐγγάμους:
«Ὁ ἔγγαμος, ὅταν δέν ἐκτιμᾶ καί δέν ἐξασκῆ τήν παρθενία τοῦ πνεύματος (καθαρότητα καρδιᾶς), δέν ζῆ καλά καί ὡς ἔγγαμος, διότι ἡ ἔγγαμη ζωή τροφοδοτεῖται ἀπό αὐτήν τήν καρδιακή καθαρότητα»[12].
Ὁ ἔγγαμος ὀφείλει νά ἐξασκῆ –ὅπως καί ὁ μοναχός– τήν παρθενία τοῦ πνεύματος, τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, διότι ἀπό αὐτήν τροφοδοτεῖται πνευματικά ἡ ἔγγαμη ζωή του.
Ἀπό ὅσα μέχρι τώρα ἀναφέραμε πιστεύουμε ὅτι φάνηκε καθαρά, ὅτι οἱ καταγεγραμμένες διατυπώσεις τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου δέν γράφηκαν ἀβασάνιστα καί τυχαία. Ἔχουν βαθιά καί στέρεα θεολογικά θεμέλια, ἐνισχυμένα μέ λεπτότατη ποιμαντική διάκριση καί βάρος πείρας καί ἁγιοπνευματικῆς παραδόσεως αἰώνων.


[1]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 223.
[2]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 60.
[3]. Ματθ. 22, 37.
[4]. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀνατολικά, τόμος Α΄, σ. 133.
[5]. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωῆς, σ. 243-244.
[6]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 247.
[7]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ἡ Ζωή Του ζωή μου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 93.
[8]. Φιλοκαλία, τόμος Γ΄, σ. 310.
[9]. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωῆς, σ. 253.
[10]. Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀνατολικά, τόμος Α΄, σ. 136.
[11]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 452.
[12]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 443.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"...μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διάκριση μεταξύ ἀγάμου καί ἐγγάμου, ἀλλά μεταξύ ἀνθρώπων πού ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀνθρώπων πού δέν Τό ἔχουν."

Πολύ ωραία η ανάλυση του θέματος από τον μ.Ι.Β. και τον π.Θ. Β.!